ἀετών

ἀετών
соловей

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἀετών" в других словарях:

  • ἀετῶν — ἀ̱ετῶν , ἀετός eagle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • орьлъ — ОРЬЛ|Ъ (32), А с. Орел: ѡкрилатѣють ˫ако ѡрьли. (ἀετοί) СбТр XII/XIII, 129; ѡрелъ великъ крилатъ, ѡрла гл҃ю ц(с)рѧ. (ὁ ἀετός… ἀετόν) ГА XIV1, 74в; высоко парѧщиi ѡрли. КТур XII сп. XIV2 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Double-headed eagles derby — Ντέρμπι των Δικέφαλων Αετών City or region Athens – Thessaloniki, Greece First contested 8 March 1931 Teams involved AEK, PAOK Most wins AEK (70) Most recent meeting …   Wikipedia

  • PERCNOPTERUS — seu Gypaeetus, degeneris aquilae genus, vulturinâ specie, cuius mentio Iob. c. 39. v. 33. Pulli eius sorbent sanguinem, et, ubi sunt cadavera, illic est. Et Matth. c. 24. v. 28. Ubicumque fuerit cadaver, illic congregabuntur aquiloe. His enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αετόπετρα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 212 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 108 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Κρίστοφερ — (Christopher Lee, Λονδίνο 1922 –). Βρετανός ηθοποιός. Ψηλόλιγνος, με σπουδαία άρθρωση και με εκφραστικά χαρακτηριστικά προσώπου, συνέδεσε το όνομά του με την αναβίωση στη σύγχρονη εποχή του κινηματογραφικού μύθου του Δράκουλα. Πρωτοεμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»